- ιδιόκλιτος
- ος,, ο[ν] грам, склоняющийся неправильно, имеющий особое склонение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδιόκλιτος — η, ο 1. αυτός που κλίνεται με δική του κλίση, αυτός που έχει ιδιαίτερη κλίση σε σχέση με τα άλλα ονόματα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιόκλιτα τα ουσιαστικά που δεν έχουν μια συγκεκριμένη κλίση αλλά έχουν δικό τους σχηματισμό και κλίνονται με… … Dictionary of Greek
ιδιόκλιτος — η, ο όνομα που δεν κλίνεται σύμφωνα με μια από τις κλίσεις, αλλά ακολουθεί δικό του σχηματισμό: Στη νεοελληνική γλώσσα το ουσιαστικό «καθήκον» είναι ιδιόκλιτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek